ἀνταπαιτέω: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνταπαιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[απαιτώ]] ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ. — Παθ., απαιτούμαι [[έναντι]] κάποιου άλλου, για [[κάτι]] εις [[ανταπόδοση]], <i>τι</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀνταπαιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[απαιτώ]] ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ. — Παθ., απαιτούμαι [[έναντι]] κάποιου άλλου, για [[κάτι]] εις [[ανταπόδοση]], <i>τι</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνταπαιτέω:''' требовать в свою очередь (τὴν δωρεάν Thuc.): ἔπεμψε λόγον ἀπαιτῶν παρ᾽ [[αὐτοῦ]] τῆς διαβάσεως, ἀνταπαιτηθεὶς δὲ λόγον … Plut. он послал спросить его о причине его перехода, в то время как сам получил запрос о причине …. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A demand in return, Th.3.58, 5.17, Plu.Sol.3:—Pass., to be called on for a thing in turn, λόγον Id.Cat.Mi.53.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen zurückfordern, als schuldige Vergeltung fordern, Thuc. 3, 58; Plut. Sol. 3 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπαιτέω: ἀνταπαιτῶ ὡς καὶ νῦν, τήν τε δωρεὰν ἀνταπαιτῆσαι Θουκ. 3. 58., 5. 17, κτλ.: - Παθ. ἀνταπαιτηθεὶς λόγον ὑπ’ ἐκείνων Πλουτ. Κάτων ὁ Νεώτ. 53.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
réclamer en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαιτέω.
Spanish (DGE)
pedir a su vez c. ac. de pers. y/o cosa αὐτοὺς μὴ κτείνειν οὓς μὴ ὑμῖν πρέπει Th.3.58, Πλάταιαν Th.5.17, εὐπαθείας τινὰς καὶ ἀπολαύσεις Plu.Sol.3, en v. pas. ἀνταπαιτηθεὶς δὲ λόγον ὑπ' ἐκείνου habiéndole a su vez pedido aquel una explicación Plu.Cat.Mi.53
•abs. pedir favores a su vez οὐ γὰρ εἶναι πρὸς τοῦ ἑαυτοῦ τρόπου τὸ ἀ. Philostr.VA 2.17.
Greek Monotonic
ἀνταπαιτέω: μέλ. -ήσω, απαιτώ ως ανταπόδοση, σε Θουκ. — Παθ., απαιτούμαι έναντι κάποιου άλλου, για κάτι εις ανταπόδοση, τι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταπαιτέω: требовать в свою очередь (τὴν δωρεάν Thuc.): ἔπεμψε λόγον ἀπαιτῶν παρ᾽ αὐτοῦ τῆς διαβάσεως, ἀνταπαιτηθεὶς δὲ λόγον … Plut. он послал спросить его о причине его перехода, в то время как сам получил запрос о причине ….