ἀνουθέτητος: Difference between revisions
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνουθέτητος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανεπίδεκτος]] νουθεσίας. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνουθέτητος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ανεπίδεκτος]] νουθεσίας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνουθέτητος:''' <b class="num">1)</b> непредостереженный, непредупрежденный Isocr.;<br /><b class="num">2)</b> не слушающий никаких предупреждений, неисправимый Dem., Men., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unwarned, unadmonished, Isoc.2.4, D.Ep.3.11. 2 that will not be warned, Men.Mon.49, Plu.2.283f.
German (Pape)
[Seite 242] ungewarnt, Isocr. 2, 4; der sich nicht warnen läßt, Dem. ep. 3; Clem. Al.; παῤῥησία Man. monost. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνουθέτητος: -ον, ὁ μὴ νουθετηθείς, Ἰσοκρ. 15C: 2) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ νουθεσίαν, Δημ. 1477.14, Μενάνδρου Μονόστ. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non blâmé, non averti.
Étymologie: ἀ, νουθετέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no admite consejosde los tiranos ἀνουθέτητοι διατελοῦσιν Isoc.2.4, de Filipo, D.Ep.3.11, λόγοι Ph.2.266 (I p.211)
•de ahí ἀνουθέτητόν ἐστιν ἡ παρρησία Men.Mon.60, fig. θάλασσα Cyr.Al.M.69.528B.
2 incurable νόσος Cyr.Al.M.73.665C.
3 inexorable ἡ θεία τε καὶ ἀ. ὀργή Cyr.Al.M.70.356C.
4 subst. τὸ ἀ. lo incorregible Plu.2.283f.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνουθέτητος, -ον)
εκείνος που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές
αρχ.-μσν.
ανεπίδεκτος νουθεσίας.
Russian (Dvoretsky)
ἀνουθέτητος: 1) непредостереженный, непредупрежденный Isocr.;
2) не слушающий никаких предупреждений, неисправимый Dem., Men., Plut.