ἀπροφύλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπροφύλακτος:''' -ον (προφῠλάσσομαι), αυτός από τον οποίο δεν προφυλάχθηκε [[κάποιος]], [[απρόοπτος]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπροφύλακτος:''' -ον (προφῠλάσσομαι), αυτός από τον οποίο δεν προφυλάχθηκε [[κάποιος]], [[απρόοπτος]], [[αιφνίδιος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπροφύλακτος:''' непредвиденный, неожиданный ([[πόλεμος]] Thuc.).
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροφύλακτος Medium diacritics: ἀπροφύλακτος Low diacritics: απροφύλακτος Capitals: ΑΠΡΟΦΥΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aprophýlaktos Transliteration B: aprophylaktos Transliteration C: aprofylaktos Beta Code: a)profu/laktos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A not guarded against, unforeseen, Th.4.55. Adv. -τως D.C.38.41, Ach.Tat.8.1.    2 unguarded, Opp.H.5.106.    II Act., using no precautions, Hld.6.13.

German (Pape)

[Seite 340] 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροφύλακτος: [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, ἀπροόρατος, ἀπρόοπτος, Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) ἀφύλακτος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(guerre) pour laquelle on n’a pas pris ses mesures, ses précautions.
Étymologie: ἀ, προφυλάσσω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
I 1desguarnecido φορτίς Opp.H.5.106
de pers. desprevenido Πέρσαι Hld.6.13.2.
2 imprevisible πόλεμος Th.4.55, D.C.36.23.1, ἐρώτησις Const. en Eus.VC 2.70.
II adv. -ως de forma imprevista ἀ. αὐτὸν (πόλεμον) ποιησόμεθα D.C.38.41.7, τρίτην ἀ. ἔπαισε Ach.Tat.8.1.4, περὶ τοῦ μὴ ἀ. φθέγγεσβαι τοῖς ἁμαρτήσασι Ath.Al.M.28.380D.

Greek Monotonic

ἀπροφύλακτος: -ον (προφῠλάσσομαι), αυτός από τον οποίο δεν προφυλάχθηκε κάποιος, απρόοπτος, αιφνίδιος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροφύλακτος: непредвиденный, неожиданный (πόλεμος Thuc.).