ἀστυγειτονικός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀστυγειτονικός]], -ή, -όν (Α) [[αστυγείτων]]<br />ο [[σχετικός]] με τους αστυγείτονες. | |mltxt=[[ἀστυγειτονικός]], -ή, -όν (Α) [[αστυγείτων]]<br />ο [[σχετικός]] με τους αστυγείτονες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστῠγειτονικός:''' ведущийся с (или между) соседями ([[πόλεμος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or with neighbours, πόλεμος Plu.2.87e.
German (Pape)
[Seite 379] πόλεμος, ein Krieg mit den Gränznachbarn, Plut. de cap. ex host. util. p. 272.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠγειτονικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστυγείτονος, ὁ μετὰ ἀστυγειτόνων, πόλεμος Πλούτ. 2. 87Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les villes voisines.
Étymologie: ἀστυγείτων.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que es entre ciudades vecinas πόλεμος Plu.2.87d.
Greek Monolingual
ἀστυγειτονικός, -ή, -όν (Α) αστυγείτων
ο σχετικός με τους αστυγείτονες.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῠγειτονικός: ведущийся с (или между) соседями (πόλεμος Plut.).