στυράκιον: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στῠράκιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[στύραξ]] (Β), <i>ἀκοντίου</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''στῠράκιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[στύραξ]] (Β), <i>ἀκοντίου</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στυράκιον -ου, τό, demin. van στύραξ, puntige onderkant van de lansschacht. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of στύραξ (B),
A ἀκοντίου Th.2.4, Aen.Tact.18.10, prob. cj. in Luc.Tox. 55. II Dim. of στύραξ (A)1, POxy.1142.5.
German (Pape)
[Seite 959] τό, dim. von στύραξ, ἀκοντίου, Thuc. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
στῠράκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ στύραξ (Β), ἀκοντίου Θουκ. 2. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de στύραξ.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (Ι)]
υποκορ. του στύραξ (Ι).———————— (II)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (II)]
υποκορ. του στύραξ (II).
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (Ι)]
υποκορ. του στύραξ (Ι).———————— (II)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (II)]
υποκορ. του στύραξ (II).
Greek Monotonic
στῠράκιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του στύραξ (Β), ἀκοντίου, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυράκιον -ου, τό, demin. van στύραξ, puntige onderkant van de lansschacht.