Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στυράκιον

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠρᾰκιον Medium diacritics: στυράκιον Low diacritics: στυράκιον Capitals: ΣΤΥΡΑΚΙΟΝ
Transliteration A: styrákion Transliteration B: styrakion Transliteration C: styrakion Beta Code: stura/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of στύραξ (B),
A ἀκοντίου Th.2.4, Aen.Tact.18.10, prob. cj. in Luc.Tox. 55.
II Dim. of στύραξ (A)1, POxy.1142.5.

German (Pape)

[Seite 959] τό, dim. von στύραξ, ἀκοντίου, Thuc. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de στύραξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυράκιον -ου, τό, demin. van στύραξ, puntige onderkant van de lansschacht.

Russian (Dvoretsky)

στῠράκιον: (ᾰ) τό (нижний) кончик копья Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

στῠράκιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ στύραξ (Β), ἀκοντίου Θουκ. 2. 4.

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (Ι)]
υποκορ. του στύραξ (Ι).
(II)
τὸ, Α στύραξ, -ακος (II)]
υποκορ. του στύραξ (II).

Greek Monotonic

στῠράκιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του στύραξ (Β), ἀκοντίου, σε Θουκ.

Middle Liddell

στῠρᾰ́κιον, ου, τό, [Dim. of στύραξ2]
στ. ἀκοντίου Thuc.

English (Woodhouse)

butt end of a spear, butt-end

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)