ἄνομβρος: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄνομβρος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[βροχή]], λέγεται για χώρες, σε Ηρόδ.· <i>ἄν. ῥοαί</i>, ποτάμια που δεν τροφοδοτούνται από καταιγίδες, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄνομβρος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[βροχή]], λέγεται για χώρες, σε Ηρόδ.· <i>ἄν. ῥοαί</i>, ποτάμια που δεν τροφοδοτούνται από καταιγίδες, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνομβρος:''' <b class="num">1)</b> не орошаемый дождем ([[χώρα]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> не питаемый дождями (ποταμοῦ ῥοαί Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without rain, of countries, Hdt.2.22, 4.185. 2 ἄ. ῥοαί streams not fed by showers, E.Ba.406.
German (Pape)
[Seite 240] (bei Clem. Al. auch ἀνόμβρως), regenlos, χώρα Her. 4, 185; Eur. Bacch. 406 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνομβρος: -ον, στερούμενος ὄμβρων, ἐπὶ χωρῶν, ἄνομβρος ἡ χώρη καὶ ἀκρύσταλλος Ἡρόδ. 2. 22., 4. 185. 2) ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, μὴ τρεφόμεναι ὑπὸ τῶν ὑετῶν, Εὐρ. Βάκχ. 406.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans pluie.
Étymologie: ἀ, ὄμβρος.
Spanish (DGE)
-ον
secode países, Hdt.2.22, 4.185, de un río ῥοαὶ ... ἄνομβροι corrientes que no reciben lluvia E.Ba.408, cf. Hdt.2.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄνομβρος, -ον) όμβρος
(για τόπους) αυτός που δεν δέχεται αρκετές βροχές, ξηρός
αρχ.
(για ποταμούς, λίμνες κ.λπ) αυτός που δεν τροφοδοτείται με βροχές.
Greek Monotonic
ἄνομβρος: -ον, αυτός που δεν έχει βροχή, λέγεται για χώρες, σε Ηρόδ.· ἄν. ῥοαί, ποτάμια που δεν τροφοδοτούνται από καταιγίδες, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνομβρος: 1) не орошаемый дождем (χώρα Her.);
2) не питаемый дождями (ποταμοῦ ῥοαί Eur.).