ἀπροσφώνητος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπροσφώνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει<br /><b>2.</b> [[απαρατήρητος]].
|mltxt=[[ἀπροσφώνητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει<br /><b>2.</b> [[απαρατήρητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπροσφώνητος:''' <b class="num">1)</b> которому не говорят ни слова ([[nos]] ἀπροσφωνήτους relinquebat Cic.);<br /><b class="num">2)</b> не указанный, незамеченный ([[ἀθέατος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσφώνητος Medium diacritics: ἀπροσφώνητος Low diacritics: απροσφώνητος Capitals: ΑΠΡΟΣΦΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: aprosphṓnētos Transliteration B: aprosphōnētos Transliteration C: aprosfonitos Beta Code: a)prosfw/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A not accosted, Cic.Att. 8.8.1.    2 unnoticed, unremarked, Plu.2.575b, Sch.A.R.1.645.

German (Pape)

[Seite 340] 1) nicht angeredet, nicht begrüßt, Cic. Att. 8, 8. – 2) unerbittlich, Plut.; Schol. Ap. Rh. 1, 645. Vgl. ἀπροσήγορος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσφώνητος: -ον, ἀπροσαύδητος, «ἀχαιρέτητος», Κικ. π. Ἀττ. 8. 8, 1. 2) ἀπαρατήρητος, Πλούτ. 2. 575Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non signalé.
Étymologie: ἀ, προσφωνέω.

Spanish (DGE)

-ον
a quien no es dirigida la palabra, omnis nos ἀπροσφωνήτους ... relinquebat Cic.Att.158.1, παρῆλθον αὐτὸν ἀπροσφώνητον Eust.Op.324.21, cf. Sch.A.R.1.643c
de cosas no comentado o aludido οὐδὲν ἀθέατον οὐδὲ ἀπροσφώνητον ἐκφεύγει τῶν καλῶς ἢ τοὐναντίον γεγονότων Plu.2.575b.

Greek Monolingual

ἀπροσφώνητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει
2. απαρατήρητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροσφώνητος: 1) которому не говорят ни слова (nos ἀπροσφωνήτους relinquebat Cic.);
2) не указанный, незамеченный (ἀθέατος καὶ ἀ. Plut.).