πᾶμα: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾶμα:''' -ατος, τό ([[πάομαι]]), [[κτήμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πᾶμα:''' -ατος, τό ([[πάομαι]]), [[κτήμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾶμα:''' ατος τό [* [[πάομαι]] достояние, собственность, имущество Theocr., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (πάομαι)
A property, Schwyzer657.39 (Tegea, iv B. C.), Theoc.Syrinx 12 (v.l. πῆμα): mostly pl., πατρῷα καὶ ματρῷα π. Schwyzer l. c. 6, cf. 27, Besant.Ara5, AJP26.463 (Argos); of cattle, SIG527.89 (Dreros, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 453] τό, Besitzthum, Eigenthum, nach Schol. Il. 4, 433 dorisch; Theocr. syr. 12; Dosiad. ar. (XV, 25).
Greek (Liddell-Scott)
πᾶμα: τό, (πάομαι) κτῆμα, Θεοκρίτου Σῦριγξ 12 ἐν Ἀνθ. Π. 15. 25, 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bien, possession.
Étymologie: πάομαι.
Greek Monolingual
πᾱμα, -ατος, τὸ (Α)
κτήμα, περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ενεστ. πάομαι «αποκτώ» (βλ. λ. πάομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. κτῶμαι, κτῆμα)].
Greek Monotonic
πᾶμα: -ατος, τό (πάομαι), κτήμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾶμα: ατος τό [* πάομαι достояние, собственность, имущество Theocr., Anth.