προγεύστης: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(34) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[προγεύομαι]]<br />αυτός που δοκιμάζει [[προηγουμένως]] [[κάτι]] με τη [[γεύση]]. | |mltxt=ὁ, Α [[προγεύομαι]]<br />αυτός που δοκιμάζει [[προηγουμένως]] [[κάτι]] με τη [[γεύση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προγεύστης:''' ου ὁ дегустатор, виночерпий (на обязанности которого лежало пробовать подаваемое к столу вино) (προγεῦσται βασιλικοί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who tastes before, Plu.2.990a, Ath.4.171b: fem. προ-γευστρίς, ίδος, ὄσφρησις Ph.1.170, cf. 603.
German (Pape)
[Seite 713] ὁ, der Vorkoster, = προτένθης, Ath. IV, 171 c; βασιλικοί, königlicher Mundschenk, Plut. Gryll. 7.
Greek (Liddell-Scott)
προγεύστης: -ου, ὁ, ὁ γευόμενος πρότερον τὰ φαγητά, ὁ γευόμενος χάριν δοκιμῆς, Πλούτ. 2. 990Α, Ἀθήν. 171Β, θηλ. -γευστρίς, ίδος, Φίλων 1. 170, 603. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui goûte ou déguste d’abord.
Étymologie: προγεύομαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α προγεύομαι
αυτός που δοκιμάζει προηγουμένως κάτι με τη γεύση.
Russian (Dvoretsky)
προγεύστης: ου ὁ дегустатор, виночерпий (на обязанности которого лежало пробовать подаваемое к столу вино) (προγεῦσται βασιλικοί Plut.).