μισθάριον: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μισθός]], μικρή [[αμοιβή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μισθάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μισθός]], μικρή [[αμοιβή]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθάριον:''' (ᾰ) τό скромное жалование, жалкое вознаграждение Arph., Plut.
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθάριον Medium diacritics: μισθάριον Low diacritics: μισθάριον Capitals: ΜΙΣΘΑΡΙΟΝ
Transliteration A: misthárion Transliteration B: mistharion Transliteration C: mistharion Beta Code: misqa/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of μισθός,

   A small fee, Ar.V.300, Eup.432, Men.303, AP11.154 (Lucill.): pl., wretched fees, Hp.Praec.7, cf. PTeb.413.13 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 190] τό, dim. von μισθός; Ar. Vesp. 300; Lucill. 4 (XI, 154).

Greek (Liddell-Scott)

μισθάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ μισθός, ὀλίγος, μικρὸς μισθός, Ἀριστοφ. Σφ. 300, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 123.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
modique salaire, petite récompense.
Étymologie: μισθός.

Greek Monolingual

το (Α μισθάριον) μισθός
1. μικρός, πενιχρός μισθός
2. εξευτελιστική πληρωμή.

Greek Monotonic

μισθάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του μισθός, μικρή αμοιβή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μισθάριον: (ᾰ) τό скромное жалование, жалкое вознаграждение Arph., Plut.