τανύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύπλευρος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]], [[πλευρά]]), αυτός που έχει [[μακριά]] σε [[μήκος]] [[πλευρά]], [[πελώριος]], [[μέγιστος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τᾰνύπλευρος:''' [ῠ], -ον ([[τανύω]], [[πλευρά]]), αυτός που έχει [[μακριά]] σε [[μήκος]] [[πλευρά]], [[πελώριος]], [[μέγιστος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύπλευρος:''' широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύπλευρος Medium diacritics: τανύπλευρος Low diacritics: τανύπλευρος Capitals: ΤΑΝΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: tanýpleuros Transliteration B: tanypleuros Transliteration C: tanyplevros Beta Code: tanu/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A long-sided, enormous, πέτροι AP9.656.

German (Pape)

[Seite 1067] mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων μακράς, μεγάλας πλευράς, πελώριος, μέγιστος, πέτροι Ἀνθ. Π. 9. 656.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux larges flancs, énorme.
Étymologie: τανύω, πλευρά.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ-πλευρος].

Greek Monotonic

τᾰνύπλευρος: [ῠ], -ον (τανύω, πλευρά), αυτός που έχει μακριά σε μήκος πλευρά, πελώριος, μέγιστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύπλευρος: широкобокий, т. е. огромный (πέτροι Anth.).