ῥάκωμα: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥάκωμα:''' -ατος, τό, σε πληθ., = <i>ῥάκη</i>, <i>ῥάκια</i>, κουρέλια, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ῥάκωμα:''' -ατος, τό, σε πληθ., = <i>ῥάκη</i>, <i>ῥάκια</i>, κουρέλια, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥάκωμα:''' ατος (ᾰ) τό лохмотья, отрепье, ветошь Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,= ῥάκη,
A rags, Ar.Ach.432.
German (Pape)
[Seite 833] τό, = ῥάκος, Lumpenzeug, Ar. Ach. 407.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάκωμα: τό, (ῥᾰκόω) ἐν τῷ πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 432.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement déguenillé, haillon.
Étymologie: ῥακόω.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α
κουρελάκι, μικρό απομεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εμφατικός τ. < ῥάκος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος)].
Greek Monotonic
ῥάκωμα: -ατος, τό, σε πληθ., = ῥάκη, ῥάκια, κουρέλια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥάκωμα: ατος (ᾰ) τό лохмотья, отрепье, ветошь Arph.