σχινδάλαμος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds
(40) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σχινδαλμός]] και [[σκινδάλαμος]] και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]], [[σχίζα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[σόφισμα]]<br />β) σοφιστική, εξονυχιστική [[εξέταση]] ενός ασήμαντου θέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[σχίζω]]. | |mltxt=και [[σχινδαλμός]] και [[σκινδάλαμος]] και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] απόσχισμα ξύλου, [[πελεκούδι]], [[σχίζα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[σόφισμα]]<br />β) σοφιστική, εξονυχιστική [[εξέταση]] ενός ασήμαντου θέματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ.</b> [[σχίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχινδάλᾰμος:''' (δᾰ) ὁ атт. = [[σκινδάλαμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 31 December 2018
English (LSJ)
σχιζο-αλμός, ὁ, Att. for σκινδάλαμος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1056] ὁ, att. statt σκινδάλαμος, = Folgendem, Ar. Nubb. 131 Ran. 878.
Greek Monolingual
και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α
1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα
2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα
β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω.
Russian (Dvoretsky)
σχινδάλᾰμος: (δᾰ) ὁ атт. = σκινδάλαμος.