ἑπταπόδης: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑπταπόδης:''' -ουὁ ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] [[εφτά]] ποδών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''ἑπταπόδης:''' -ουὁ ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] [[εφτά]] ποδών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑπτᾰπόδης:''' ου adj. m семифутовый ([[θρῆνυς]] Hom.; [[ἄξων]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, ὁ,
A seven feet long, θρῆνυς Il.15.729 ; ἄξων Hes. Op.424.
German (Pape)
[Seite 1013] ὁ, sieben Fuß lang, θρῆνυς, Il. 15, 729; ἄξων, Hes. O. 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπόδης: -ου, ὁ ἔχων μῆκος ἑπτὰ ποδῶν, θρῆνυς Ἰλ. Ο. 729· ἄξων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 422. Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de sept pieds.
Étymologie: ἑπτά, πούς.
English (Autenrieth)
(πούς): seven feet long, Il. 15.729†.
Greek Monolingual
ἑπταπόδης, ὁ (Α)
μήκους επτά ποδών.
Greek Monotonic
ἑπταπόδης: -ουὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος εφτά ποδών, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.