χρυσεόστολμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσεόστολμος:''' -ον, στολισμένος, κοσμημένος με χρυσό, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''χρῡσεόστολμος:''' -ον, στολισμένος, κοσμημένος με χρυσό, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσεόστολμος:''' украшенный золотом (δόμοι Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A decked with gold, δόμοι A.Pers.159 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1379] poet. statt χρυσεόστολος, Aesch. δόμοι, Pers. 155.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεόστολμος: -ον, κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, δόμοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 159.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ornements d’or.
Étymologie: χρυσός, στολή.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) χρυσεόστολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + στολμός «στολή, ενδυμασία»].
Greek Monotonic
χρῡσεόστολμος: -ον, στολισμένος, κοσμημένος με χρυσό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεόστολμος: украшенный золотом (δόμοι Aesch.).