Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταμελετάω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_6)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμελετάω''': ἐντελῶς ἐξασκῶ, [[γυμνάζω]], τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ τινὶ καὶ τριβῇ Πλάτ. Φίληβ. 55 Ε, πρβλ. 57 Α˙ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν ἀφοβίαν δεῖ καταμελετᾶσθαι Νόμ. 649C. 2) [[σπουδάζω]] ἐπιμελῶς [[ὅπως]] συγγράψω τι, τὸν ἔπαινον [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 410Β.
|lstext='''καταμελετάω''': ἐντελῶς ἐξασκῶ, [[γυμνάζω]], τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ τινὶ καὶ τριβῇ Πλάτ. Φίληβ. 55 Ε, πρβλ. 57 Α˙ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν ἀφοβίαν δεῖ καταμελετᾶσθαι Νόμ. 649C. 2) [[σπουδάζω]] ἐπιμελῶς [[ὅπως]] συγγράψω τι, τὸν ἔπαινον [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 410Β.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμελετάω:''' <b class="num">1)</b> тщательно упражнять (τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ Plat.); воспитывать, развивать (τὴν ἀνδρείαν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> тщательно разрабатывать, сочинять (τὸν ἔπαινον περί τινος Plat.).
}}
}}

Revision as of 14:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμελετάω Medium diacritics: καταμελετάω Low diacritics: καταμελετάω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΛΕΤΑΩ
Transliteration A: katameletáō Transliteration B: katameletaō Transliteration C: katameletao Beta Code: katameleta/w

English (LSJ)

   A train fully, exercise, τινα Pl.Phlb.55e:—Pass., ib. 57a; τὴν ἀνδρείαν ἐν τοῖς φόβοις δεῖ -μελετᾶσθαι Id.Lg.649c.    2 study carefully, for the purpose of composing, τὸν ἔπαινον περί τινος Id.Clit.410b; ῥητορικήν Phld.Rh.1.236S.; λόγον Them.Or.26.312b.

German (Pape)

[Seite 1363] üben; τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ καί τινι τριβῇ Plat. Phil. 55 e; τὴν ἀνδρείαν δεῖ καταμελετᾶσθαι Legg. I, 649 c; Sp., die es, wie Eust., auch mit dem gen. verbinden.

Greek (Liddell-Scott)

καταμελετάω: ἐντελῶς ἐξασκῶ, γυμνάζω, τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ τινὶ καὶ τριβῇ Πλάτ. Φίληβ. 55 Ε, πρβλ. 57 Α˙ τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν ἀφοβίαν δεῖ καταμελετᾶσθαι Νόμ. 649C. 2) σπουδάζω ἐπιμελῶς ὅπως συγγράψω τι, τὸν ἔπαινον περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 410Β.

Russian (Dvoretsky)

καταμελετάω: 1) тщательно упражнять (τὰς αἰσθήσεις ἐμπειρίᾳ Plat.); воспитывать, развивать (τὴν ἀνδρείαν Plat.);
2) тщательно разрабатывать, сочинять (τὸν ἔπαινον περί τινος Plat.).