ἁδρόομαι: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁδρόομαι:''' Παθ. ([[ἁδρός]]), [[γίνομαι]] ώριμος, [[ισχυρός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἁδρόομαι:''' Παθ. ([[ἁδρός]]), [[γίνομαι]] ώριμος, [[ισχυρός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁδρόομαι:''' созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass., (ἁδρός)
A grow stout, Myro Hist.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.
Spanish (DGE)
desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.
Greek Monotonic
ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).