βυρσοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βυρσοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), [[έμπορος]], [[πωλητής]] δερμάτων, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βυρσοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), [[έμπορος]], [[πωλητής]] δερμάτων, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βυρσοπώλης:''' ου ὁ торговец кожами Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leather-seller, Ar.Eq.136.
German (Pape)
[Seite 468] ὁ, der Lederhändler, Ar. Equ. 136 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δέρματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 136.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de cuir.
Étymologie: βύρσα, πωλέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de pieles Ar.Eq.136, Pax 270.
Greek Monolingual
βυρσοπώλης, ο (Α)
δερματοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -πώλης < πωλώ].
Greek Monotonic
βυρσοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), έμπορος, πωλητής δερμάτων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βυρσοπώλης: ου ὁ торговец кожами Arph.