συμπατριώτης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν<br />αυτός που [[είναι]] από την [[ίδια]] [[πατρίδα]], [[ομοεθνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συμπολίτης]], [[συντοπίτης]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν<br />αυτός που [[είναι]] από την [[ίδια]] [[πατρίδα]], [[ομοεθνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συμπολίτης]], [[συντοπίτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπατριώτης:''' ου ὁ соотечественник, земляк Luc.
}}
}}

Revision as of 14:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπατριώτης Medium diacritics: συμπατριώτης Low diacritics: συμπατριώτης Capitals: ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΗΣ
Transliteration A: sympatriṓtēs Transliteration B: sympatriōtēs Transliteration C: sympatriotis Beta Code: sumpatriw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fellow-countryman, Archipp.54.

German (Pape)

[Seite 985] ὁ, Mitlandsmann, nicht attisch nach Luc. Soloec. 5; Poll. 3, 54; Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

συμπατριώτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πατρίδος, Λατ. concivis, Ἄρχιππος ἐν Ἀδήλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compatriote en parl. d’étrangers ou d’esclaves.
Étymologie: σύν, πατριώτης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν
αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, ομοεθνής
νεοελλ.
συμπολίτης, συντοπίτης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν
αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, ομοεθνής
νεοελλ.
συμπολίτης, συντοπίτης.

Russian (Dvoretsky)

συμπατριώτης: ου ὁ соотечественник, земляк Luc.