ἰοβολέω: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰοβολέω:''' [ῑ], [[ρίχνω]] βέλη, [[τοξεύω]], [[εκτοξεύω]], [[εξακοντίζω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰοβολέω:''' [ῑ], [[ρίχνω]] βέλη, [[τοξεύω]], [[εκτοξεύω]], [[εξακοντίζω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰοβολέω:''' (ῑ) пускать стрелы, стрелять (ἐς κραδίην τινός Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A shoot arrows, dart, A.R.4.1440, AP5.187 (Leon.); ἐς ἐμὴν κραδίην ib.5.9 (Alc.). II emit poison, Gp.2.47.12.
German (Pape)
[Seite 1255] mit Pfeilen schießen; Alc. Mess. 4 (V, 10); τόξοις Ap. Rh. 4, 1440. – Gift von sich geben, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβολέω: ῑ, ῥίπτω βέλη, τοξεύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1440, Ἀνθ. Π. 5. 188· ἐς ἐμὴν κραδίην αὐτόθι 5. 10· ΙΙ. ῥίπτω ἰόν, χύνω δηλητήριον, μυγαλαὶ ἰοβολοῦσαι Γεωπ. 2. 47, 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 lancer des traits;
2 jeter du venin.
Étymologie: ἰοβόλος.
Greek Monotonic
ἰοβολέω: [ῑ], ρίχνω βέλη, τοξεύω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰοβολέω: (ῑ) пускать стрелы, стрелять (ἐς κραδίην τινός Anth.).