Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[τηκτός]]<br />αυτός που προκαλεί [[τήξη]], που έχει την [[ιδιότητα]] να λειώνει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για την [[ελάττωση]] του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», <b>Διοσκ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[τηκτικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[τηκτός]]<br />αυτός που προκαλεί [[τήξη]], που έχει την [[ιδιότητα]] να λειώνει<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για την [[ελάττωση]] του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», <b>Διοσκ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''τηκτικός:''' расплавляющий, растопляющий Arst., Diod.
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκτικός Medium diacritics: τηκτικός Low diacritics: τηκτικός Capitals: ΤΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tēktikós Transliteration B: tēktikos Transliteration C: tiktikos Beta Code: thktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (τήκω)

   A able to dissolve, τινος Arist.PA 648b17 (Comp.), cf. Pr.907b8; τ. δύναμις S.E.M.8.198.    2 suit able for reducing, σπληνός Dsc.4.183.

German (Pape)

[Seite 1105] schmelzend, auflösend, τηκτικώτερον τοῦ τηκτοῦ, Arist. part. an. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τηκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διαλύσῃ, τήξῃ, τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· τ. δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 198, 199.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τηκτικός, -ή, -όν ΝΜΑ τηκτός
αυτός που προκαλεί τήξη, που έχει την ιδιότητα να λειώνει
αρχ.
ο κατάλληλος για την ελάττωση του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», Διοσκ.).

Russian (Dvoretsky)

τηκτικός: расплавляющий, растопляющий Arst., Diod.