χρησμῳδία: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρησμῳδία:''' ἡ, [[απάντηση]] χρησμού, [[προφητεία]], σε Αισχύλ., Πλάτ. | |lsmtext='''χρησμῳδία:''' ἡ, [[απάντηση]] χρησμού, [[προφητεία]], σε Αισχύλ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρησμῳδία:''' ἡ изречение оракула, оракул, прорицание (преимущ. в стихотворной форме) Aesch., Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A answer of an oracle, prophecy, prop. chanted or in verse, A.Pr.775, Plu.2.402d: pl., Pl.Prt.316d.
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, das Antworten, die Antwort des befragten Orakels, bes. in Versen; Aesch. Prom. 777; Plat. Prot. 316 d.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμῳδία: ἡ, ἀπόκρισις μαντείου, προφητεία, κυρίως ᾀδομένη ἢ ἐν στίχοις διδομένη, Αἰσχύλ. Πρ. 775, πρβλ. 2. 402D· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πρωτ. 316D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réponse d’un oracle, particul. réponse en vers.
Étymologie: χρησμῳδός.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ χρησμῳδός
απάντηση μαντείου, χρησμός που δίνεται με μορφή τραγουδιού
αρχ.
θεϊκή ρήση.
Greek Monotonic
χρησμῳδία: ἡ, απάντηση χρησμού, προφητεία, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χρησμῳδία: ἡ изречение оракула, оракул, прорицание (преимущ. в стихотворной форме) Aesch., Plat., Plut.