συγκατέχω: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[κατέχω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]] [[κάτι]] και εγώ με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[κατέχω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]] [[κάτι]] και εγώ με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατέχω:''' сдерживать, удерживать ([[αὑτῷ]], sc. τινα Plat.).
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέχω Medium diacritics: συγκατέχω Low diacritics: συγκατέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: synkatéchō Transliteration B: synkatechō Transliteration C: sygkatecho Beta Code: sugkate/xw

English (LSJ)

   A keep together with, αὑτῷ Pl.Cra. 404a.    II help in seizing, τῷ Κύλωνι τὴν ἀκρόπολιν Lib.Decl.22.33; help in holding down, Tab.Defix.Aud.156.44 (Rome, iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔχω) mit oder zugleich an- oder festhalten, Plat. Crat. 404. a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέχω: κατέχω ὁμοῦ, Πλάτ. Κρατ. 404A.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.

Russian (Dvoretsky)

συγκατέχω: сдерживать, удерживать (αὑτῷ, sc. τινα Plat.).