ἀβριθής: Difference between revisions
From LSJ
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβρῑθής:''' -ές ([[βρῖθος]]), αυτός που δεν έχει [[βάρος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀβρῑθής:''' -ές ([[βρῖθος]]), αυτός που δεν έχει [[βάρος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβρῑθής:''' невесомый, не тяжелый: [[βάρος]] οὐκ ἀ. Eur. весьма тягостное бремя. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of no weight, βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125.
German (Pape)
[Seite 4] ές, nicht schwer, βάρος Eur. Suppl. 1125.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρῑθής: -ές, μὴ ἔχων βάρος: βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές. Εὐρ. Ἱκ. 1125.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne pèse pas.
Étymologie: ἀ, βρίθω.
Spanish (DGE)
(ἀβρῑθής) -ές no pesado, βάρος μὲν οὐκ ἀβριθές E.Supp.1125.
Greek Monotonic
ἀβρῑθής: -ές (βρῖθος), αυτός που δεν έχει βάρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβρῑθής: невесомый, не тяжелый: βάρος οὐκ ἀ. Eur. весьма тягостное бремя.