Τυχίος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(42)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>συν. ως κύριο όν.</b>) αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυχ</i>- τών [[τυγχάνω]] / [[τεύχω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>συν. ως κύριο όν.</b>) αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυχ</i>- τών [[τυγχάνω]] / [[τεύχω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''Τῠχίος:''' ὁ Тихий (беотийский мастер) Hom.
}}
}}

Revision as of 15:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῠχίος Medium diacritics: Τυχίος Low diacritics: Τυχίος Capitals: ΤΥΧΙΟΣ
Transliteration A: Tychíos Transliteration B: Tychios Transliteration C: Tychios Beta Code: *tuxi/os

English (LSJ)

ὁ, masc. pr. n. Maker (from τεύχω, for he made shields), Il.7.220.

Greek (Liddell-Scott)

Τῠχίος: ὁ, ἀρσ. κύριον ὄνομα, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων τι (ἐκ τοῦ τεύχω, διότι κατασκεύαζεν ἀσπίδας, σάκος... χάλκεον ἑπταβόειον, ὃ οἱ Τυχίος κάμε τεύχων Ἰλ. Η. 220).

English (Autenrieth)

a Boeotian from Hyle, the maker (τεύχω) of Ajax's shield, Il. 7.220†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(συν. ως κύριο όν.) αυτός που κατασκευάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ- τών τυγχάνω / τεύχω + επίθημα -ιος].

Russian (Dvoretsky)

Τῠχίος: ὁ Тихий (беотийский мастер) Hom.