ἀναπηρία: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναπηρία]])<br />[[έλλειψη]] αρτιότητας τών οργάνων του σώματος, [[ακρωτηριασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] πνευματικής ή ψυχικής τελειότητας ενός ατόμου<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[έλλειψη]] σε [[κάτι]], [[χωλότητα]], [[κολόβωση]].
|mltxt=η (Α [[ἀναπηρία]])<br />[[έλλειψη]] αρτιότητας τών οργάνων του σώματος, [[ακρωτηριασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] πνευματικής ή ψυχικής τελειότητας ενός ατόμου<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[έλλειψη]] σε [[κάτι]], [[χωλότητα]], [[κολόβωση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπηρία:''' ἡ увечность, искалеченность, уродство (τῶν σκελῶν, τῆς γλώσσης Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπηρία Medium diacritics: ἀναπηρία Low diacritics: αναπηρία Capitals: ΑΝΑΠΗΡΙΑ
Transliteration A: anapēría Transliteration B: anapēria Transliteration C: anapiria Beta Code: a)naphri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lameness, mutilation, Cratin.168, Arist.Rh.1386a11; of the crocodile's tongue, stunted development, Id.PA660b26.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, Verstümmelung, Gebrechlichkeit, σκελῶν Arist. Probl. 10, 26; vgl. rhet. 2, 8 Poll. 2, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπηρία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀνάπηρος, χωλότης, πήρωσις, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 9, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10, καὶ ἀλλ. περὶ τῆς γλώσσης τοῦ κροκοδείλου, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 10. -«τὸ μὲν οὖν ἀνάπηρος καθωμίληται, τὸ δὲ ἀναπηρία σπάνιον» Α. Β. 9. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
infirmité.
Étymologie: ἀνάπηρος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 mutilación Cratin.168, Ar.Fr.445, ἀ. τῶν σκελῶν Arist.Pr.880b6, cf. Rh.1386a11, δεῖ ὑπολαμβάνειν ὥσπερ ἀναπηρίαν εἶναι τὴν θηλύτητα φυσικήν Arist.GA 775a15.
2 atrofia de la lengua del cocodrilo, Arist.PA 660b26.

Greek Monolingual

η (Α ἀναπηρία)
έλλειψη αρτιότητας τών οργάνων του σώματος, ακρωτηριασμός
νεοελλ.
1. έλλειψη πνευματικής ή ψυχικής τελειότητας ενός ατόμου
2. γεν. έλλειψη σε κάτι, χωλότητα, κολόβωση.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπηρία: ἡ увечность, искалеченность, уродство (τῶν σκελῶν, τῆς γλώσσης Arst.).