ἀγχιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγχιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που φέρνει κοντά, [[άμεσος]] [[δράστης]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀγχιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που φέρνει κοντά, [[άμεσος]] [[δράστης]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγχιστήρ:''' ῆρος ὁ ближайший виновник ([[τοῦδε]] τοῦ πάθους Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who brings near, πάθους S.Tr.256.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φέρων πλησίον, ὁ ἐγγίζων (ἐνεργ. σημ.) μόνον παρὰ Σοφ. Τρ. 256, ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους, τὸν πρόξενον τούτου τοῦ πάθους.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui est cause de.
Étymologie: ἄγχι.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
el que aporta, el que es causa de πάθους S.Tr.256, cf. Fr.Lex.III.
Greek Monotonic
ἀγχιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που φέρνει κοντά, άμεσος δράστης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχιστήρ: ῆρος ὁ ближайший виновник (τοῦδε τοῦ πάθους Soph.).