ἄθηλυς: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄθηλυς:''' -υ, ο μη [[γυναικείος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἄθηλυς:''' -υ, ο μη [[γυναικείος]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄθηλυς:''' 2, gen. εως не женский, лишенный женственности ([[καλλωπισμός]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 31 December 2018
English (LSJ)
υ, = foreg., Plu.2.285c, Comp.Lyc.Num.3.
German (Pape)
[Seite 46] unweiblich, φυλακὴ περὶ τὰς παρθένους Plut. Lyc. et Num. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθηλυς: υ, = ὁ οὐχὶ γυναικώδης, Πλούτ. 2. 285C. ΙΙ. μὴ γυναικεῖος, ἀνοίκειος εἰς θῆλυ, ὁ αὐτ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Σύγκρ. 3.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εος;
1 non efféminé;
2 non féminin.
Étymologie: ἀ, θῆλυς.
Spanish (DGE)
-υ
1 no femenino, poco femenino καλλωπισμός Plu.2.285c, ἡ περὶ τὰς παρθένους φυλακή Plu.Comp.Lyc.Num.3, πῆχυς Pamprepius 3.55.
2 que no tiene hembra, en cuya especie no existe hembra ζῷον ἄ. Ael.NA 10.15
•que carece de contrapartida femenina del primer eón valentinianto ἄθηλυ<ν> καὶ ἄζυγον καὶ μόνον τὸν Πατέρα νομίζουσιν εἶναι Hippol.Haer.6.29.3, cf. 4 (cf. ἀθήλυντος I 2).
3 que no ha dado de mamar ἠνίδε μαζοὺς ὄμφακας οἰδαίνοντας ἀθήλεας (= -έας?, cf. ἀθηλής) mira mis pechos, uvas hinchadas que no han dado de mamar Nonn.D.48.365.
Greek Monotonic
ἄθηλυς: -υ, ο μη γυναικείος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθηλυς: 2, gen. εως не женский, лишенный женственности (καλλωπισμός Plut.).