ἀηθέσσω: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀηθέσσω:''' ποιητ. αντί <i>ἀηθέω</i>, Επικ. παρατ. <i>ἀήθεσσον</i>, είμαι [[ασυνήθιστος]] σε [[κάτι]]· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀηθέσσω:''' ποιητ. αντί <i>ἀηθέω</i>, Επικ. παρατ. <i>ἀήθεσσον</i>, είμαι [[ασυνήθιστος]] σε [[κάτι]]· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀηθέσσω:''' (impf. ἀήθεσσον) не привыкнуть: ἀ. τινός Hom. не иметь привычки к чему-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be unaccustomed, c. gen., once in Hom., ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν Il.10.493; ἀηθέσσουσα δύης A.R.4.38; λυγμοὶ ἀηθέσσοντες Nic.Al.378:—for A.R.1.1171 v.sq.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηθέσσω: ποιητ. ἀντὶ ἀηθέω = εἶμαι ἀσυνήθιστος, μ. γεν. ἀήθεσσον γαρ ἔτ’ αὐτῶν, Ἰλ. Κ. 493 (τὸ μόνον Ὁμηρ. χωρίον ἔνθ’ ἀπαντᾷ)· οὕτως ἀηθέσσουσα δύης, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 38., ἀηθέσσοντες, Νικ. Ἀλεξιφ. 378: ― Παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. 1. 1171· ἀήθεσον φαίνεται κείμενον χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ ἀήθεσσον.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
n’être pas, n’être plus habitué à, gén..
Étymologie: ἀήθης.
English (Autenrieth)
(ἀηθής, ἦθος): be unaccustomed to; w. gen., Il. 10.493†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἀήθεσον A.R.1.1171]
1 no estar acostumbrado c. gen. ἵπποι ... ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν (νεκρῶν) los caballos, pues, no estaban acostumbrados a ellos e.d., a pisar los cadáveres, Il.10.493, c. ac. ἀηθέσσουσα δύην καὶ δούλια ἔργα A.R.4.38, c. part. χεῖρες γὰρ ἀήθεσον ἠρεμέουσαι A.R.1.1171.
2 no ser corriente, ser inhabitual λυγμοὶ ἀηθέσσοντες náuseas inhabituales Nic.Al.378.
Greek Monotonic
ἀηθέσσω: ποιητ. αντί ἀηθέω, Επικ. παρατ. ἀήθεσσον, είμαι ασυνήθιστος σε κάτι· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀηθέσσω: (impf. ἀήθεσσον) не привыкнуть: ἀ. τινός Hom. не иметь привычки к чему-л.