αἵμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἵμων:''' -ονος, ὁ I. = [[δαήμων]], [[επιδέξιος]], [[επιτήδειος]], [[ικανός]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]]· με γεν., <i>αἵμονα θήρης</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[αἷμα]]) [[γεμάτος]] από [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''αἵμων:''' -ονος, ὁ I. = [[δαήμων]], [[επιδέξιος]], [[επιτήδειος]], [[ικανός]], [[έμπειρος]] σε [[κάτι]]· με γεν., <i>αἵμονα θήρης</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ([[αἷμα]]) [[γεμάτος]] από [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἵμων:''' 2, gen. ονος кровавый Aesch., Eur.<br />2, gen. ονος ловкий, искусный (θήρης Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἵμων Medium diacritics: αἵμων Low diacritics: αίμων Capitals: ΑΙΜΩΝ
Transliteration A: haímōn Transliteration B: haimōn Transliteration C: aimon Beta Code: ai(/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, dub. sens., perh.

   A eager, Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης Il. 5.49; expl. by Gramm. as = δαίμων, for δαήμων, skilful, cf. EM251.13.    II (αἷμα) bloody, E.Hec.90, dub.l.in A.Supp.847 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἵμων: -ονος, ὁ, = δαίμων Β, δαήμων, ἐπιτήδειος, ἔμπειρος, Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης, Ἰλ. Ε. 49· ἴδε Ἑρμάν. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1450. ΙΙ. (αἷμα) πλήρης αἵματος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 847, Εὐρ. Ἑκ. 90.

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
sanglant.
Étymologie: αἷμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
avide de, passionné pour, selon d’autres habile à (la chasse), gén..
Étymologie: DELG hapax d’origine incertaine.

English (Autenrieth)

skilled in, w. gen., Il. 5.496†.

Greek Monotonic

αἵμων: -ονος, ὁ I. = δαήμων, επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός, έμπειρος σε κάτι· με γεν., αἵμονα θήρης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (αἷμα) γεμάτος από αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἵμων: 2, gen. ονος кровавый Aesch., Eur.
2, gen. ονος ловкий, искусный (θήρης Hom.).