ἄκλῃστος: Difference between revisions
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκλῃστος:''' Αττ. αντί [[ἄκλειστος]]. | |lsmtext='''ἄκλῃστος:''' Αττ. αντί [[ἄκλειστος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκλῃστος:''' стяж. = [[ἄκλειστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
v. sub ἄκλειστος.
German (Pape)
[Seite 74] att. für ἄκλειστος, Eur. Andr. 583 Iph. A. 329; Thuc. 2, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλῃστος: ἴδε ἐν λέξ. ἄκλειστος.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἄκλειστος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. ἀκλήιστος Call.Fr.231, Nonn.D.20.282, át. ἄκλειστος X.Cyr.7.5.25, Nic.Al.20, Nic.Dam.70
no cerrado con llave o cerrojo θύρας ἔχων ἀκλῄστους E.IA 340, δώματα E.Andr.593, cf. Call.Fr.231, X.l.c., δόμος ἀκλήιστος Λυκοόργου Nonn.l.c.
•no cerrado (con una cadena) ἀφύλακτος καὶ ἄκλῃστος λιμήν Th.2.93
•fig. στόμα Nic.Al.20.
Greek Monotonic
ἄκλῃστος: Αττ. αντί ἄκλειστος.
Russian (Dvoretsky)
ἄκλῃστος: стяж. = ἄκλειστος.