ἀκύθηρος: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκύθηρος]], -ον (Α)<br />ο [[αναφρόδιτος]], αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>Κυθήρη</i>, [[άλλη]] [[ονομασία]] της Αφροδίτης]. | |mltxt=[[ἀκύθηρος]], -ον (Α)<br />ο [[αναφρόδιτος]], αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>Κυθήρη</i>, [[άλλη]] [[ονομασία]] της Αφροδίτης]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκύθηρος:''' (ῠ) лишенный прелести, некрасивый Cic. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,(Κῠθήρη)
A like ἀναφρόδιτος, without charms, Cic.Fam. 7.32.2; τὸ ἀ Eun.VSp.457.14B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύθηρος: -ον, (Κῠθήρη), ὡς τὸ ἀναφρόδιτος, Λατ. invenustus, ἄνευ θελγήτρων, Κικ. Fam. 7. 32, 2, Εὐνάπ. 10.
Spanish (DGE)
-ον
sin gracia, sin encanto Cic.Fam.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.VS 457.
Greek Monolingual
ἀκύθηρος, -ον (Α)
ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία της Αφροδίτης].
Russian (Dvoretsky)
ἀκύθηρος: (ῠ) лишенный прелести, некрасивый Cic.