ἀλεκτρύαινα: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλεκτρύαινα:''' ἡ, όρνιθα, [[κότα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀλεκτρύαινα:''' ἡ, όρνιθα, [[κότα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλεκτρύαινα:''' (ᾰλ) ἡ шутл. (по аналогии с [[λέαινα]] и т. п.) курица Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἀλεκτρυών, coined by Ar.Nu.666.
German (Pape)
[Seite 92] ἡ, Hähnin, kom. W., nach λέαινα gebildet von Ar. Nub. 656.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρύαινα: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀλεκτορίς.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poule.
Étymologie: ἀλεκτρυών.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
gallinapalabra creada por Aristófanes, Ar.Nu.666.
Greek Monolingual
ἀλεκτρύαινα, η (Α)
θηλ. του ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες) αναλογικά προς το λέαινα.
Greek Monotonic
ἀλεκτρύαινα: ἡ, όρνιθα, κότα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεκτρύαινα: (ᾰλ) ἡ шутл. (по аналогии с λέαινα и т. п.) курица Arph.