ἄμοτος: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμοτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ακόρεστος]], [[ακατάπαυστος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> στον Όμηρ. ως επίρρ. [[ἄμοτον]], αδιάκοπα, ἄμ. [[μεμαώς]], προσπαθώντας ακατάπαυστα· ἄμ. [[κλαίω]], [[θρηνώ]] αδιάκοπα· <i>τανύοντο</i>, βάδιζαν προς τα [[μπρος]] με ακατάπαυστη [[αντοχή]] (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἄμοτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ακόρεστος]], [[ακατάπαυστος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> στον Όμηρ. ως επίρρ. [[ἄμοτον]], αδιάκοπα, ἄμ. [[μεμαώς]], προσπαθώντας ακατάπαυστα· ἄμ. [[κλαίω]], [[θρηνώ]] αδιάκοπα· <i>τανύοντο</i>, βάδιζαν προς τα [[μπρος]] με ακατάπαυστη [[αντοχή]] (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμοτος:''' (ᾰ) бешеный, яростный ([[θήρ]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent, brutal, féroce, sauvage ; adv. • ἄμοτον avec force ; avec violence.
Étymologie: DELG orig. obsc.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 violento θήρ Theoc.25.242, πῦρ Mosch.4.104.
2 adv. -ως con ahínco Sch.Il.4.440, Sch.A.R.1.513.

Greek Monotonic

ἄμοτος: -ον, I. ακόρεστος, ακατάπαυστος, σε Θεόκρ.
II. στον Όμηρ. ως επίρρ. ἄμοτον, αδιάκοπα, ἄμ. μεμαώς, προσπαθώντας ακατάπαυστα· ἄμ. κλαίω, θρηνώ αδιάκοπα· τανύοντο, βάδιζαν προς τα μπρος με ακατάπαυστη αντοχή (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἄμοτος: (ᾰ) бешеный, яростный (θήρ Theocr.).