ἀμφιπίτνω: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(2) |
(1) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφιπίτνω:''' (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀμφιπίτνω:''' (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιπίτνω:''' Eur. = [[ἀμφιπίπτω]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 142] dasselbe, Eur. Suppl. 278 ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ, auch ἀμφιπιτνοῦσα geschr. Vgl. πίτνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπίτνω: ἴδε ἀμφιπίπτω.
English (Slater)
ἀμφιπίτνω
1 fall upon and embrace ἐγὼ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.98)
Spanish (DGE)
caer abrazando, γόνυ καὶ χέρα E.Supp.278.
Greek Monotonic
ἀμφιπίτνω: (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπίτνω: Eur. = ἀμφιπίπτω 1.