ἀμφιθηγής: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιθηγής]], -ές (Α)<br />ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, [[αμφίστομος]], [[δίκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήγω]]]. | |mltxt=[[ἀμφιθηγής]], -ές (Α)<br />ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, [[αμφίστομος]], [[δίκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήγω]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφιθηγής:''' Anth. = [[ἀμφίθηκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A sharpened on both sides, two-edged, ξίφος S.Ant. 1309 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 139] zweischneidig, σάγαρις Philipp. 6 (VI, 94).
Spanish (DGE)
-ές de doble filo σάγαρις AP 6.94 (Phil.).
Greek Monolingual
ἀμφιθηγής, -ές (Α)
ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιθηγής: Anth. = ἀμφίθηκτος.