ἀμφίβουλος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), διχασμένος ως προς το να πράξει [[κάτι]], με απαρ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀμφίβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), διχασμένος ως προς το να πράξει [[κάτι]], με απαρ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίβουλος:''' колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A double-minded: c. inf., half-minded to do, A.Eu. 733 (cj. Turneb.).
German (Pape)
[Seite 137] unschlüssig, Aesch. Eum. 703, θυμοῦσθαι, ob ich zürnen soll.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβουλος: -ον, δίγνωμος, μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui balance entre deux avis, incertain.
Étymologie: ἀμφί, βουλή.
Spanish (DGE)
-ον
que vacila, dudoso c. inf. ἀμφίβουλος ... θυμοῦσθαι A.Eu.733.
Greek Monolingual
ἀμφίβουλος, -ον (Α)
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βουλή.
Greek Monotonic
ἀμφίβουλος: -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβουλος: колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).