ἀναστηρίζω: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναστηρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ορθώνω]], [[στήνω]] [[σταθερά]], [[στηρίζω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀναστηρίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ορθώνω]], [[στήνω]] [[σταθερά]], [[στηρίζω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναστηρίζω:''' втыкать, сажать ([[πρέμνον]] ἐλαίης Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 1 -ξα,
A set up firmly, AP7.321.
German (Pape)
[Seite 209] (s. στηρίζω), aufstellen, aufrichten, πρέμνον ἐλαίης Ep. ad. 650 (VII, 321).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστηρίζω: μέλλ. -ίξω, ἀνορθῶ καὶ στηρίζω καλῶς, ὑποστηρίζω, καὶ γὰρ ἀεὶ πρέμνον σοι ἀνεστήριξεν ἐλαίης Ἀνθ. Π. 7. 321, 3.
French (Bailly abrégé)
planter, ficher.
Étymologie: ἀνά, στηρίζω.
Spanish (DGE)
1 hincar, plantar πρέμνον ... ἐλαίης AP 7.321, στέφανον ... Ὀλύμπῳ Nonn.D.48.972.
2 reafirmar, confirmar ἀνεστήριξας οἰομένην ἀπολέσθαι Apoll.Met.Ps.67.10.
Greek Monotonic
ἀναστηρίζω: μέλ. -ξω, ορθώνω, στήνω σταθερά, στηρίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστηρίζω: втыкать, сажать (πρέμνον ἐλαίης Anth.).