ἀναστηρίζω
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
aor. 1 -ξα, set up firmly, AP7.321.
Spanish (DGE)
1 hincar, plantar πρέμνον ... ἐλαίης AP 7.321, στέφανον ... Ὀλύμπῳ Nonn.D.48.972.
2 reafirmar, confirmar ἀνεστήριξας οἰομένην ἀπολέσθαι Apoll.Met.Ps.67.10.
German (Pape)
[Seite 209] (s. στηρίζω), aufstellen, aufrichten, πρέμνον ἐλαίης Ep. ad. 650 (VII, 321).
French (Bailly abrégé)
planter, ficher.
Étymologie: ἀνά, στηρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστηρίζω: втыкать, сажать (πρέμνον ἐλαίης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστηρίζω: μέλλ. -ίξω, ἀνορθῶ καὶ στηρίζω καλῶς, ὑποστηρίζω, καὶ γὰρ ἀεὶ πρέμνον σοι ἀνεστήριξεν ἐλαίης Ἀνθ. Π. 7. 321, 3.
Greek Monotonic
ἀναστηρίζω: μέλ. -ξω, ορθώνω, στήνω σταθερά, στηρίζω, σε Ανθ.
Middle Liddell
to set up firmly, Anth.