ἀνέκφευκτος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνέκφευκτος]], -ον (Α)<br />ο [[ανίκανος]] να διαφύγει, [[εκείνος]] που δεν μπορεί να δραπετεύσει<br /><b>2.</b> [[άφευκτος]], [[αναπόφευκτος]]. | |mltxt=[[ἀνέκφευκτος]], -ον (Α)<br />ο [[ανίκανος]] να διαφύγει, [[εκείνος]] που δεν μπορεί να δραπετεύσει<br /><b>2.</b> [[άφευκτος]], [[αναπόφευκτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνέκφευκτος:''' <b class="num">1)</b> неизбежный (τύχης [[ἐπηρεασμός]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> не могущий бежать ([[δοῦλος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not to be escaped, inevitable, D.S.20.54, Plu.2.166e, Corn.ND13, Phld.Ir.p.79 W.
German (Pape)
[Seite 221] unentrinnbar; akt., der nicht entfliehen kann, Plut. δοῦλος Superst. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne peut s’échapper.
Étymologie: ἀ, ἐκφεύγω.
Spanish (DGE)
-ον
inevitable ἀνάγκαι D.S.20.54, δεσπότης Plu.2.166e, cf. Corn.ND 13, Phld.Ir.79, οὐ πᾶσιν ... ἀνέκφευκτα Phld.Sto.p.57.
Greek Monolingual
ἀνέκφευκτος, -ον (Α)
ο ανίκανος να διαφύγει, εκείνος που δεν μπορεί να δραπετεύσει
2. άφευκτος, αναπόφευκτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέκφευκτος: 1) неизбежный (τύχης ἐπηρεασμός Diod.);
2) не могущий бежать (δοῦλος Plut.).