ἀνιγρός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνιγρός]], -ή και -ά, -όν (Α)<br />[[ανιαρός]], [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας].
|mltxt=[[ἀνιγρός]], -ή και -ά, -όν (Α)<br />[[ανιαρός]], [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνιγρός:''' Anth. = [[ἀνιαρός]].
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιγρός Medium diacritics: ἀνιγρός Low diacritics: ανιγρός Capitals: ΑΝΙΓΡΟΣ
Transliteration A: anigrós Transliteration B: anigros Transliteration C: anigros Beta Code: a)nigro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = ἀνιαρός 1, Nic.Th.8, Call.Iamb.1.164 (prob.), Opp. H.3.188; νοῦσος Call.Aet.3.1.14; cf. ἀνιγρόν· ἀκάθαρτον, φαῦλον, κακόν, δυσῶδες, ἀσεβές, Hsch.; ἀ. ἀντίπαλοι AP7.561 (Jul. Aegypt.); δαίμων IG14.2123.

German (Pape)

[Seite 236] = ἀνιαρός, sp. D., z. B. Iul. Aeg. 64 (VII, 561); Opp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιγρός: ά (ή), όν, = ἀνιαρός, Νικ. Θ. 8, Ὀππ. Ἀλ. 3. 188, Ἀνθ. Π. 7. 561, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 562· - καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιγρόν· ἀκάθαρτον, φαῦλον, κακόν· λυπηρόν, μοχθηρόν».

Spanish (DGE)

-ά, -όν
penoso, molesto, que causa daño νοῦσος Call.Fr.75.14, ἀντίπαλοι AP 7.561 (Iul.Aegypt.), δαίμων IUrb.Rom.1379.1 (II/III d.C.), cf. Nic.Th.8, Opp.H.3.188
ἀνιγρόν· ἀκάθαρτον, φαῦλον, κακόν, δυσῶδες, ἀσεβές Hsch.

• Etimología: El sent. ἀχάθαρτος ha sugerido una relación c. νίζω, de *neig- ‘lavar’; otros sent. favorecen la rel. c. lat. niger, gr. νεβρός q.u.

Greek Monolingual

ἀνιγρός, -ή και -ά, -όν (Α)
ανιαρός, κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].

Russian (Dvoretsky)

ἀνιγρός: Anth. = ἀνιαρός.