ἀνενδοίαστος: Difference between revisions
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνενδοίαστος:''' -ον ([[ἐνδοιάζω]]), [[αναμφίβολος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀνενδοίαστος:''' -ον ([[ἐνδοιάζω]]), [[αναμφίβολος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνενδοίαστος:''' несомненный Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unhesitating, Ph.1.440, 2.36; indubitable, Id.1.302, al., Luc.Herm.67; unambiguous, Anon.in SE61.15: Gramm., unquestionably correct, ἀ. καὶ ὑγιές A.D. Synt.21.1. Adv. -τως 218.19; without doubt, Ph.2.319; unhesitatingly, unequivocally, 1.351,POxy.138.25 (610 A.D.).
German (Pape)
[Seite 223] unbezweifelt. Luc. Hermot. 67.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενδοίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐνδοιαζόμενος, ἀναμφίβολος, Λουκ. Ἑρμότ. 67, Πολυδ. Ε. 151. ― Ἐπίρρ. -τως Ἡλιόδ. 7. 296, Πολυδ. Ε. 152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non douteux, indubitable.
Étymologie: ἀ, ἐνδοιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de que no se duda, firme γνώμη Ph.1.440
•que no ofrece duda, indudable μετάστασις Ph.2.36, ἀπόδειξις Ph.1.302, τοῦτο αὐτὸ οὐκ ἀνενδοίαστον ἀποφαίνεις Luc.Herm.67
•no ambiguo ἀπόκρισις Anon.in SE 61.15
•gram. de palabras incuestionable τὸ μὲν ἀνενδοίαστον καὶ ὑγιὲς Ἀλεξανδρεύς lo incuestionable y lo correcto es la forma Ἀλεξανδρεύς A.D.Synt.21.1, cf. 93.15, 208.27, 281.19
•incuestionable, indudable τὴν Καίσαρος ἀρετὴν καὶ πίστιν ... ἀνενδοίαστον γενομένην I.AI 17.246.
2 adv. -ως indudablemente, incuestionablemente, sin duda ἀνενδοιάστως ἀνδροφόνον εἶναι Ph.2.319, ἐλέσθαι Ph.1.351, cf. Hsch.
•sin vacilar ἀνενδοιάστως φάγε τὸ σῶμα Gr.Naz.M.36.649C, πιστεύεται Iambl.Protr.20 (p.96).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενδοίαστος, -ον) ενδοιάζω
αυτός που δεν επιδέχεται ενδοιασμούς, εκφράζεται ή γίνεται δεκτός απερίφραστα.
Greek Monotonic
ἀνενδοίαστος: -ον (ἐνδοιάζω), αναμφίβολος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνενδοίαστος: несомненный Luc.