ἀνθεμουργός: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθεμουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται στα λουλούδια, λέγεται για μέλισσες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀνθεμουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται στα λουλούδια, λέγεται για μέλισσες, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθεμουργός:''' ἡ цветочная работница, т. е. пчела Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A working in flowers, ἡ ἀ., i.e. the bee, A.Pers.612.
German (Pape)
[Seite 231] ἡ, Blumen verarbeitend, Aesch. Pers. 604, die Biene, die aus Blumen ihren Honig bereitet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεμουργός: -όν, (*ἔργω) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ μέλι, τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui exploite les fleurs (abeille).
Étymologie: ἄνθεμον, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν
que trabaja en las flores e.d. la abeja τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα A.Pers.612.
Greek Monolingual
ἀνθεμουργός, -όν (Α)
επίθ. της μέλισσας, επειδή εργάζεται το μέλι απ' τον χυμό των λουλουδιών.
Greek Monotonic
ἀνθεμουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται στα λουλούδια, λέγεται για μέλισσες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεμουργός: ἡ цветочная работница, т. е. пчела Aesch.