ἀντικαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀντικαταλαμβάνω]])<br />[[καταλαμβάνω]] κι εγώ μια [[τοποθεσία]] για ν' αντιμετωπίσω τον αντίπαλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀντικαταλαμβάνω]] [[δίκην]]» — [[κάνω]] [[αίτηση]] για [[επανάληψη]] της δίκης.
|mltxt=(Α [[ἀντικαταλαμβάνω]])<br />[[καταλαμβάνω]] κι εγώ μια [[τοποθεσία]] για ν' αντιμετωπίσω τον αντίπαλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀντικαταλαμβάνω]] [[δίκην]]» — [[κάνω]] [[αίτηση]] για [[επανάληψη]] της δίκης.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικαταλαμβάνω:''' в свою очередь завладевать Plat.
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικαταλαμβάνω Medium diacritics: ἀντικαταλαμβάνω Low diacritics: αντικαταλαμβάνω Capitals: ΑΝΤΙΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antikatalambánō Transliteration B: antikatalambanō Transliteration C: antikatalamvano Beta Code: a)ntikatalamba/nw

English (LSJ)

   A take possession of in turn, Ti.Locr.102d.    II = ἀντιλαγχάνω, δίκην Pl.Com.9D.    III occupy in opposition, λόφον D.C.36.47, cf. 42.31.

German (Pape)

[Seite 252] (s. λαμβάνω), dagegen einnehmen, Tim. Locr. 102 d; Dio C.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαταλαμβάνω: καταλαμβάνω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Τίμ. Λοκρ. 102 D.

Spanish (DGE)

1 ocupar a su vez τὰν τῶν καρρόνων χώραν Ti.Locr.102d, λόφον D.C.36.47.2, cf. 42.31.3.
2 jur. responder con otro proceso Pl.Com.103A.

Greek Monolingual

ἀντικαταλαμβάνω)
καταλαμβάνω κι εγώ μια τοποθεσία για ν' αντιμετωπίσω τον αντίπαλο
αρχ.
φρ. «ἀντικαταλαμβάνω δίκην» — κάνω αίτηση για επανάληψη της δίκης.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικαταλαμβάνω: в свою очередь завладевать Plat.