ἀντακαῖος: Difference between revisions
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντᾰκαῖος:''' ὁ, είδος ψαριού, «[[μουρούνα]]», [[ξιφίας]], σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''ἀντᾰκαῖος:''' ὁ, είδος ψαριού, «[[μουρούνα]]», [[ξιφίας]], σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντακαῖος:''' ὁ антакей (рыба из семейства осетровых) Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, a sort of
A sturgeon, Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA14.23. 2 Adj., τάριχος ἀν καῖον Antiph.186.
German (Pape)
[Seite 243] ὁ, eine Störart, Her. 4, 53; τάριχος ἀντακαῖον, Kaviar, Antiphan. Ath. III, 118 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντακαῖος: ὁ, εἶδος μεγάλου ἰχθύος διαιτωμένου κυρίως ἐν ποταμοῖς, ὡς ἐν τῷ Βορισθένει καὶ τῷ Ἴστρῳ, πιθαν. ὁ ὀξύρρυγχος, κοιν. «μουροῦνα», Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 1. 9, Αἰλ. π. Ζ.14. 23. 2) ὡς ἐπίθ., τάριχος ἀντακαῖον, «χαβιάρι», Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte d’esturgeon, poisson.
Étymologie: DELG prob. emprunt.
Spanish (DGE)
-ον
1 de esturión τάριχος Antiph.186.
2 subst. τὸ ἀ. caviar, PSI 535.35 (III a.C.), PLond.2141.11 (III a.C.). < ἀντακαῖος ἀντακάς· > ἀντακαῖος, -ου, ὁ
esturión Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA 14.23, Hsch.
Greek Monolingual
ἀντακαῑος, ο (Α)
1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας
2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» — το χαβιάρι.
Greek Monotonic
ἀντᾰκαῖος: ὁ, είδος ψαριού, «μουρούνα», ξιφίας, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀντακαῖος: ὁ антакей (рыба из семейства осетровых) Her.