ἀποδέξασθαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδέξασθαι:'''<b class="num">I.</b> απαρ. αορ. αʹ του [[ἀποδέχομαι]].<br /><b class="num">II.</b> Ιων. αντί <i>ἀποδείξασθαι</i>, αόρ. αʹ του [[ἀποδείκνυμι]]. | |lsmtext='''ἀποδέξασθαι:'''<b class="num">I.</b> απαρ. αορ. αʹ του [[ἀποδέχομαι]].<br /><b class="num">II.</b> Ιων. αντί <i>ἀποδείξασθαι</i>, αόρ. αʹ του [[ἀποδείκνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδέξασθαι:''' <b class="num">I</b> inf. aor. к [[ἀποδέχομαι]].<br /><b class="num">II</b> ион. inf. med. к [[ἀποδείκνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. 1 of ἀποδέχομαι, but also, II Ion. for ἀποδείξασθαι, cf. ἀποδείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδέξασθαι: ἀπαρ. τοῦ μέσ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀποδέχομαι, ἀλλ’ ὡσαύτως ΙΙ. Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀποδείξασθαι ἐκ τοῦ ἀποδείκνυμαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de ἀποδέχομαι;
inf. ao. Moy. ion. de ἀποδείκνυμι.
Spanish (DGE)
v. ἀποδέχομαι.
Greek Monotonic
ἀποδέξασθαι:I. απαρ. αορ. αʹ του ἀποδέχομαι.
II. Ιων. αντί ἀποδείξασθαι, αόρ. αʹ του ἀποδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδέξασθαι: I inf. aor. к ἀποδέχομαι.
II ион. inf. med. к ἀποδείκνυμι.