ἀποθέω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] [[μακριά]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀποθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] [[μακριά]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθέω:''' (fut. ἀποθεύσομαι) убегать Her., Xen.
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθέω Medium diacritics: ἀποθέω Low diacritics: αποθέω Capitals: ΑΠΟΘΕΩ
Transliteration A: apothéō Transliteration B: apotheō Transliteration C: apotheo Beta Code: a)poqe/w

English (LSJ)

   A run away, Hdt.8.56, X.Cyr.7.5.40.

German (Pape)

[Seite 303] (s. θέω), weglaufen, Her. 8, 56; Xen. Cyr. 7, 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἀποτρέχω, Ἡρόδ. 8. 56, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 40.

French (Bailly abrégé)

s’éloigner en courant.
Étymologie: ἀπό, θέω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ἀποθεύσομαι Hdt.8.56]
huir ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοι Hdt.l.c., ᾤχοντο ἀποθέοντες X.Cyr.7.5.40.

Greek Monolingual

ἀποθέω (Α)
τρέχω μακριά, αποχωρώ τρέχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θέω (Ι) «τρέχω»].

Greek Monotonic

ἀποθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω μακριά, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθέω: (fut. ἀποθεύσομαι) убегать Her., Xen.