ἅπερ: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἅπερ:''' ουδ. πληθ. του <i>ὅσ-περ</i>, που χρησιμ. ως επίρρ. [[ὥσπερ]], όπως αν, ως, [[ωσάν]], σαν, στους Αττ. | |lsmtext='''ἅπερ:''' ουδ. πληθ. του <i>ὅσ-περ</i>, που χρησιμ. ως επίρρ. [[ὥσπερ]], όπως αν, ως, [[ωσάν]], σαν, στους Αττ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἅπερ:''' <b class="num">1)</b> pl. n к [[ὅσπερ]];<br /><b class="num">2)</b> adv. = [[ὥσπερ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
neut. pl. of ὅσπερ, q.v.
German (Pape)
[Seite 287] neutr. plur. von ὅσπερ, oft adverb., so wie = ὥσπερ, Aesch. Eum. 657; Xen. Hell. 6, 1, 4 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἅπερ: οὐδ. πληθ. τοῦ ὅσπερ, ὃ ἴδε, παρ’ Ἀττ. συχν. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ὥσπερ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 660, Σοφ. Αἴ. 167, Ο. Τ. 176, Ξεν. κλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ὅσπερ.
Greek Monolingual
(I)
ἅπερ (AM)
1. ουδ. πληθ. της αντων. ὅσπερ
2. (ως επίρρ.) σαν, ώσπερ.———————— (II)
ᾇπερ (δωρ. τ.) (Α)
ᾕπερ, ώσπερ.
Greek Monotonic
ἅπερ: ουδ. πληθ. του ὅσ-περ, που χρησιμ. ως επίρρ. ὥσπερ, όπως αν, ως, ωσάν, σαν, στους Αττ.