ἀποστολεύς: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἀποστέλλω]]), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την [[παρασκευή]] ναυτικής μοίρας που θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν.
|lsmtext='''ἀποστολεύς:''' -έως, ὁ ([[ἀποστέλλω]]), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την [[παρασκευή]] ναυτικής μοίρας που θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστολεύς:''' έως ὁ апостолей (в Афинах - уполномоченный по снаряжению и отправке военных кораблей) Dem.
}}
}}

Revision as of 17:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστολεύς Medium diacritics: ἀποστολεύς Low diacritics: αποστολεύς Capitals: ΑΠΟΣΤΟΛΕΥΣ
Transliteration A: apostoleús Transliteration B: apostoleus Transliteration C: apostoleys Beta Code: a)postoleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who dispatches, ἀ. τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Herm. ap. Stob.1.49.69: but mostly,    2 at Athens, magistrate who had to fit out a squadron for service, D.18.107, 47.26, Aeschin.2.177, Philoch.142, IG2.809b20.

German (Pape)

[Seite 327] ὁ, der Absender; in Athen Beamte, die die Aufsicht über die Ausrüstung u. Absendung der Flotte hatten, Dem. 18, 107. 47, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστολεύς: έως, ὁ, ἐν Ἀθήναις ἐκαλεῖτο ὁ ἄρχων τοῦ ὁποίου τὸ ἔργον ἦτο νὰ παρασκευάζῃ μοῖραν στόλου πρὸς ὑπηρεσίαν τῆς πόλεως, Δημ. 262.18.,1146 ἐν τέλ., Αἰσχίν. 52. 2, φιλόχ. 142, πρβλ. Ἑρμ. Πολ. Ἀρχ. § 161. 20. Πρβλ. ἀπόστολος. Κατὰ Πολυδ. (Η΄ 99), «ἀποστολεῖς οἱ προνοούμενοι τῶν ἀποστόλων καὶ τοῦ ἔκπλου τῶν τριήρων».

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
intendant maritime.
Étymologie: ἀποστέλλω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 guía, acompañante ὁ δὲ ψυχοπομπὸς ἀ. ... τῶν ἐνσωματωμένων ψυχῶν Corp.Herm.Fr.26.3.
2 en Atenas interventor, intendente de la marina Aen.Tact.29.12, cf. IG 22.1629.252 (IV a.C.), D.18.107, 33.37, Aeschin.2.177, Philoch.63.

Greek Monotonic

ἀποστολεύς: -έως, ὁ (ἀποστέλλω), στην αρχαία Αθήνα, το όνομα του άρχοντα που ήταν επιφορτισμένος με την παρασκευή ναυτικής μοίρας που θα υπηρετούσε την πόλη, σε Δημ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστολεύς: έως ὁ апостолей (в Афинах - уполномоченный по снаряжению и отправке военных кораблей) Dem.